προσυπομιμνήσκω

προσυπομιμνήσκω
ΜΑ [ὑπομιμνήσκω]
υπενθυμίζω σε κάποιον κάτι ακόμη («τοῡ δὲ βασιλέως βουλομένου τι προσυπομιμνήσκειν τὸν Σκιπίωνα», Πολ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μιμνήσκω — (ΑΜ, Α αιολ. τ. μιμναΐσκω) (μέσ. παθ.) μιμνήσκομαι α) ανακαλώ στη μνήμη μου, θυμάμαι («μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», ΚΔ) β) κάνω μνεία, μνημονεύω, αναφέρω («πρῶτος εἰπὼν καὶ μνησθεὶς ὑπὲρ τῆς εἰρήνης», Δημοσθ.) γ) εντείνω… …   Dictionary of Greek

  • ՅԻՇԵՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ցուցի.) NBH 2 0360 Chronological Sequence: 5c ն. μιμνήσκω, ὐπομιμνήσκω, ἑπαναμιμνήσκω , προσυπομιμνήσκω in memoriam revoco, admoneo, commonefacio. Տալ յիշել. յուշ առնել այլում (որպէս եւ անձին). ʼի միտս արկանել. ազդ առնել. զեկուցանել.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”